- αποδιοπομπησις
- ἀποδιοπόμπησιςἀπο-διοπόμπησις-εως ἥ очистительное жертвоприношение Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποδιοπόμπησις — offering of an expiatory sacrifice fem nom sg ἀποδιοπομπήσις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδιοπόμπησις — ἀποδιοπόμπησις, η (Α) η προσφορά εξιλαστήριας θυσίας … Dictionary of Greek
ἀποδιοπομπήσεις — ἀποδιοπόμπησις offering of an expiatory sacrifice fem nom/voc pl (attic epic) ἀποδιοπόμπησις offering of an expiatory sacrifice fem nom/acc pl (attic) ἀποδιοπομπήσις fem nom/voc pl (attic epic) ἀποδιοπομπήσις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)